- τέλειος
- Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του.
* * *-α, -ο / τέλειος, -εία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, -έα, -ον, Α1. αυτός που έχει φθάσει στον ανώτατο βαθμό εξέλιξής του, που δεν έχει καμία έλλειψη, που δεν παρουσιάζει κανένα μειονέκτημα ή ελάττωμα, πλήρης, άρτιος, ολοκληρωμένος, εντελής (α. «τέλειο έργο» β. «τέλειος άνθρωπος» γ. «τέλεια παράσταση» δ. «ἔσεσθε οὖν ὑμεῑς τέλειοι ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῑς οὐρανοῑς τέλειός ἐστιν», ΚΔε. «τέλειος σοφιστής», Πλάτ.στ. «Ζεὺς τέλειος», Πίνδ.)2. το θηλ. ως ουσ. βλ. τελεία3. το ουδ. ως ουσ. το τέλειο(ν)η τελειότητα4. φρ. «τέλειος αριθμός» — αριθμός ο οποίος είναι άθροισμα τών διαιρετών του, όπως λ.χ. 28 = 1 + 2 + 4 + 7 + 14νεοελλ.1. (κατ' επέκτ.) άριστος, βέλτιστος, ιδανικός, ιδεώδης, πρότυπος2. φρ. α) «τέλειο αέριο»φυσ. το ιδανικό αέριο (βλ. ιδανικός)β) «τέλειο ρευστό»φυσ. βλ. ρευστόςγ) «τέλειο σύνολο»μαθημ. σύνολο το οποίο συμπίπτει με το σύνολο τών οριακών του σημείωνδ) «τέλειο τετράγωνο»μαθημ. κάθε αριθμός που είναι γινόμενο δύο παραγόντωνε) «τέλεια συμφωνία»μουσ. οι μελωδικές διαδοχικές ή αρμονικές συνηχήσεις τής πρώτης, ογδόης, τετάρτης και πέμπτηςστ) «τέλειος χρόνος»μουσ. το συντομότερο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένας ήχος μπορεί να ακουστεί ολοκληρωμένοςμσν.(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τέλειοιαυτοί που έχουν βαφτιστεί χριστιανοίμσν.-αρχ.1. συμπληρωμένος, σωστός2. αυτός που βρίσκεται στην ακμή τής ηλικίας του, ώριμοςαρχ.1. (για ζώα τών θυσιών) αρτιμελής («ἀρνῶν αἰγῶν τε τελείων», Ομ. Ιλ.)2. (για θυσία) πλήρης, σύμφωνη με όλους τους κανόνες τού τελετουργικού3. (για οιωνό) αυτός που παρέχει πλήρη βεβαιότητα για εκπλήρωση4. (για συλλογισμό) αυτός που ανήκει στο α' είδος, σε αντιδιαστολή προς τους ατελείς, δηλαδή αυτούς που ανήκουν στα άλλα είδη5. ο παντρεμένος6. (για νόσο, πάθος ή κακό) σοβαρός, επικίνδυνος7. (για εικόνα ή ανδριάντα) αυτός που έχει φυσικό μέγεθος8. (για ευχές, δεήσεις κ.ά.) αυτός που έχει εκπληρωθεί9. έσχατος, τελειωτικός («τελειωτάτη ἀφάνισις», Πλάτ.)10. (για θεό) αυτός που εισακούει τις δεήσεις, που εκπληρώνει τις προσευχές11. (για άνδρα) προστάτης, αρχηγός τής οικογένειας12. (το αρσ. ως κύριο όν.) Τέλεοςονομασία μήνα στην Επίδαυρο13. το ουδ. ως ουσ. τὸ τέλειονπερσικό βασιλικό συμπόσιο14. φρ. α) «τελεία ψῆφος» — οριστική απόφαση (Αισχύλ., Σοφ.)β) «τέλειος ἡμέρα» — η τελευταία μέρα (Σοφ., Προκ.)γ) «τέλειος κρατήρ» — ο τελευταίος κρατήρας που προσφερόταν στον Δία Σωτήρα (Ευρ., Αριστοφ.).επίρρ...τελείως ΝΜΑ, και τελέως Αεντελώς, πλήρωςαρχ.επιτέλους, τελοσπάντων.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. τέλειος (τελεσ-yο-ς) έχει σχηματιστεί από το θ. τελεσ- τού σιγμόληκτου ουδ. τέλος με επίθημα -yo- και σίγηση του συμφωνικού συμπλέγματος –σy και συναίρεση (πρβλ. μυῖα < *μυσ-ya). Παρλλ. προς τον τ. τέλειος απαντά και ο τ. τέλεος (πρβλ. κήδειος / κήδεος: κῆδος). Ανάλογη φωνολογική εναλλαγή παρατηρείται και στο ζεύγος τελείω: τελέω / τελῶ* (για τη σημ. τού επιθ. τέλειος βλ. λ. τέλος)].
Dictionary of Greek. 2013.